Τι ειναι ο Αστιγματισμος?

Ο αστιγματισμός είναι μια διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, η οποία οφείλεται είτε σε ανωμαλία της επιφάνειας του κερατοειδούς, κατά την οποία ο κερατοειδής δεν έχει την ίδια καμπυλότητα σε όλη του την έκταση, είτε σε ανωμαλία στην κατασκευή του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού.

Στην πρώτη περίπτωση, ο αστιγματισμός ονομάζεται κερατοειδικός, ενώ στην δεύτερη φακικός αστιγματισμός.

Το τελικό αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι οι ακτίνες του φωτός να μην καταλήγουν όλες στο ίδιο σημείο του αμφιβληστροειδή, δημιουργώντας μία θολή εικόνα στον εγκέφαλο για τα αντικείμενα που βρίσκονται τόσο μακριά, όσο και κοντά από τον ασθενή.

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κάποιο μικρό βαθμό αστιγματισμού ο οποίος μπορεί να συνυπάρχει και με άλλες διαθλαστικές ανωμαλίες όπως η μυωπία και η υπερμετρωπία.
Προσοχή πρέπει να δίνεται στις περιπτώσεις υψηλού αστιγματισμού στα παιδιά, τα οποία αντίθετα με τους ενήλικες δεν μπορούν να αντιληφθούν και να παραπονεθούν για τα συμπτώματα του αστιγματισμού, με αποτέλεσμα να μειώνεται η απόδοση τους στο σχολειό και στα αθλήματα.

Για τον λόγο αυτό θεωρείται πολύ σημαντικός ο τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος των παιδιών, κατά τον οποίο μπορεί να γίνει έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των διαθλαστικών ανωμαλιών.

Ποια ειναι τα αιτια:

Ο αστιγματισμός είναι μία πολύ συχνή πάθηση του οφθαλμού.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ασθενείς γεννιούνται με την πάθηση αυτή. Τα αίτια αυτής της μη φυσιολογικής παραλλαγής του οφθαλμού δεν είναι πλήρως γνωστά, αλλά γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα εμφάνισης αστιγματισμού είναι κληρονομήσιμη.
Ορισμένες φορές, αστιγματισμός μπορεί να εμφανιστεί στα πλαίσια άλλων παθήσεων του οφθαλμού, μετά από τραυματισμό ή μετά από χειρουργική επέμβαση.
Η άποψη ότι ο αστιγματισμός μπορεί να προκληθεί ή να επιδεινωθεί κατά την ανάγνωση σε χαμηλές συνθήκες φωτισμού ή κατά την παρακολούθηση τηλεόρασης σε κοντινή απόσταση, είναι λανθασμένη.

Ποια ειναι τα συμπτωματα:

Κύριο σύμπτωμα του αστιγματισμού είναι η θολή όραση τόσο των κοντινών, όσο και των μακρινών αντικειμένων.

Η προσπάθεια που καταβάλει ο ασθενής με αστιγματισμό για να δει καλύτερα, μπορεί να προκαλέσει κεφαλαλγία και αίσθημα βάρους γύρω από τα μάτια και τελικά μειωμένη απόδοση στις δραστηριότητές του.

Τα παραπάνω συμπτώματα δεν θέτουν κατ’ ανάγκη την διάγνωση του αστιγματισμού, αλλά είναι μια σοβαρή ένδειξη για έναν πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο.

Διαγνωστικες εξετασεισ

Η διάγνωση του αστιγματισμού γίνεται πολύ εύκολα κατά τον διαθλαστικό έλεγχο του ασθενή με κερατομετρία και με σκιασκοπία. Ταυτόχρονα, ελέγχεται και η οπτική οξύτητα του ασθενή και τελικά καθορίζεται η αστιγματική του διόρθωση.

Επιπλέον πληροφορίες για την καμπυλότητα και την μορφολογία του κερατοειδή μπορεί να δώσει η τοπογραφία του κερατοειδούς (orbscan, pentacam). Οι πληροφορίες αυτές είναι πολύ χρήσιμες και σε περίπτωση επικείμενης διαθλαστικής επέμβασης (πχ. Lasik) για την διόρθωση του αστιγματισμού.

αντιμετωπηση

Ο μικρός και ο μέσος αστιγματισμός, συνήθως αντιμετωπίζονται με γυαλιά ή με αστιγματικούς (τορικούς) φακούς επαφής.

Παλαιότερα, για την διόρθωση του αστιγματισμού χρησιμοποιούνταν μόνο οι σκληροί φακοί επαφής. Σήμερα, έχουμε την δυνατότητα να διορθώσουμε τον αστιγματισμό και με μαλακούς, τορικούς φακούς επαφής. Παρ΄όλα αυτά οι σκληροί φακοί επαφής παραμένουν ίσως σαν η καλύτερη λύση για την διόρθωση του πολύ υψηλού αστιγματισμού.

Άλλη επιλογή για την μόνιμη διόρθωση του αστιγματισμού είναι η διαθλαστική χειρουργική.

Πιο συχνά γίνεται η επέμβαση LASIK, Femto LASIK και PRK, αλλά υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές επεμβάσεις μεταξύ των οποίων μπορεί να επιλέξει ο ασθενής, αφού ενημερωθεί από τον οφθαλμίατρο του.